βρεσίδι

βρεσίδι
το
1. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία
2. (ευφημ.) βρεσίδια, τα
οι ψείρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ.) *ευρεσίδιον < εύρεσις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βρεσίδι — το μικρό αντικείμενο που το βρίσκει κανείς τυχαία: Η αστυνομία παραλαμβάνει πολλά βρεσίδια κάθε μέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βρέσιμο — το 1. το να βρει κάποιος κάτι, η ανεύρεση 2. το βρεσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. του επιθ. βρέσιμος < (αμάρτ.) *ευρέσιμος < αρχ. εύρεσις] …   Dictionary of Greek

  • βρεσιμιός — ά, ό [βρέσιμο] 1. εκείνος τον οποίο βρίσκει κανείς τυχαία 2. το ουδ. ως ουσ. α) το βρεσίδι β) έκθετο βρέφος γ) αμοιβή που δίνεται σε κάποιον όταν βρει χαμένο αντικείμενο, τα εύρετρα …   Dictionary of Greek

  • βρέσιμο — το το βρεσίδι, το εύρημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”